(αναδημοσίευση από ΚΙΜΠΙ)
Τι παράξενα πράγματα! Ενώ η ανθρωπότητα είχε αναπτύξει το πιο δαιδαλώδες σύστημα ελέγχου, διαφάνειας, λογοδοσίας και τιμωρίας, με αλλεπάλληλα επίπεδα κρίσης, ενώ o πλανήτης είχε μετατραπεί σε ένα απέραντο δικαστήριο με τους μισούς δικαστές και τους άλλους μισούς υποδίκους, καμία σημαντική δίκη δεν έφτανε για χρόνια στο τέλος της. Άλλες υποθέσεις παραγράφονταν, άλλες έμπαιναν στο αρχείο, άλλες κατέληγαν σε απαλλαγές, το πολύ αναστολές και εξαγοράσιμες ποινές. Ο κανόνας ήταν μια γενικευμένη ατιμωρησία των θυτών και μια διαρκής, ανυπόφορη τιμωρία των θυμάτων.
Πολλή δουλειά μαζεύτηκε, λοιπόν, για τον Θεό και τα λοιπά μέλη της Αγίας Τριάδας την Ημέρα της Κρίσεως. Απ’ όλες τις υποθέσεις που έπρεπε να κριθούν, τρεις είχαν εξαιρετικό ενδιαφέρον κι έναν απροσδόκητα κοινό παρονομαστή. Ήρθαν, λοιπόν, στο θεϊκό εδώλιο ο εκπρόσωπος της θρησκευτικής πίστης, ο εκπρόσωπος της τραπεζικής πίστης και ο εκπρόσωπος της πολιτικής πίστης. Δηλαδή, ο ηγούμενος, ο τραπεζίτης και ο υπουργός.
Ο Ιησούς, εκ δεξιών του Πατρός, ανέλαβε τα εισαγγελικά του καθήκοντα. Κι επειδή, από την Πρώτη κιόλας Παρουσία, είχε άχτι τους Φαρισαίους, άρχισε από τον ηγούμενο. «Τι έκανες εσύ;», τον ρώτησε.
«Τίποτε το επιλήψιμο, Κύριε. Εσύ δεν είπες πως “δυσκόλως οι τα χρήματα έχοντες εισελεύσονται εις την βασιλείαν των Ουρανών”; Ε, λοιπόν, εγώ είπα αντί για χρήματα, να μαζέψουμε ακίνητα. Ιδού το επενδυτικό χαρτοφυλάκιο που έφτιαξα για το επίγειο βασίλειό σου», είπε με αυτοπεποίθηση ο ηγούμενος και ενεχείρισε στον Υιό του Θεού ένα πολυσέλιδο περιουσιολόγιο, με επισυνημμένο το Ε9.
Ο Ιησούς τού έριξε μια ματιά, «τι τα ήθελε τόσα ακίνητα ένα μοναστήρι;», ρώτησε και πέρασε τα χαρτιά στον Θεό. «Ιδού, Πάτερ, κατήντησαν και πάλι τον Οίκο σου οίκο εμπορίου», είπε. «Αυτό το έχεις ξαναπεί, Κύριε», απάντησε ο ηγούμενος, «αλλά πρέπει να σας θυμίσω ότι χωρίς το εκκλησιαστικό και μοναστικό real estate δεν θα ήσασταν ο ηγέτης της κραταιάς θρησκείας των τελευταίων 18 αιώνων. Εδραίωσα την πίστη σας στις πιο σταθερές αξίες του ανθρώπινου πολιτισμού: τα ακίνητα. Κάποιος έπρεπε να κάνει τη βρομοδουλειά, εν πάση περιπτώσει. Δεν είμαστε οι διαμεσολαβητές, οι μεσίτες σου επί γης; Εξάλλου, ό,τι έβγαλα το πρόσφερα σ’ εσένα». «Τίνι τρόπω;», ρώτησε ο Ιησούς. «Ό,τι υπήρχε στο παγκάρι πάντα το πέταγα στον ουρανό και σου φώναζα: Χριστούλη μου, πάρε ό,τι θες και τ’ άλλα δώσ’ τα μου», είπε ο ηγούμενος. «Και τι έγινε τελικά;», ξαναρώτησε ο Ιησούς. «Ε, ποτέ δεν πήρες τίποτα…», τον άφησε εμβρόντητο ο ηγούμενος.
Ο μέγας εισαγγελέας της Ημέρας της Κρίσεως στράφηκε φανερά εκνευρισμένος στον έτερο κατηγορούμενο, τον υπουργό. «Εσύ, τι έκανες;», τον ρώτησε. «Εγώ, Κύριε, έδωσα στην πίστη σας το κύρος της εξουσίας. Ξέρεις, είχες κάνει ένα βασικό λάθος όταν είπες εκείνο το περίφημο “τα του Καίσαρος τω Καίσαρι και τα του Θεού τω Θεώ”. Ξέρεις πόσο παραγωγική συνέργια ήταν η σύμπραξη Καίσαρα και Θεού; Σε κάναμε τον πραγματικό βασιλιά του κόσμου». «Το βασίλειόν μου ουκ έστιν εκ του κόσμου εκείνου», του απάντησε βλοσυρά ο Ιησούς. «Ναι», συνέχισε ο υπουργός, «αλλά η συνέργια με τους καίσαρες δημιούργησε τουλάχιστον τρεις αυτοκρατορίες και έφτασε την πίστη σου σε κάθε ήπειρο. Ειδάλλως, τι θα ήταν ο χριστιανισμός; Άντε, το πολύ μια εβραϊκή αίρεση. Άσε δε το πρακτικό πρόβλημα που θα είχες μετά την Ημέρα της Κρίσεως. Πώς θα χωρούσαν τόσα δισεκατομμύρια άπιστοι στην Κόλαση; Κι ο παράδεισος θα ήταν σαν πριβέ κλαμπ με τον Γαβριήλ για face control. Πληκτικό. Εμείς κι εμείς». «Για εμάς είμαι σίγουρος, για εσάς καθόλου», τον κάρφωσε ο Ιησούς… Μαθαίνω πάντως ότι η μακρά πνευματική σου σχέση με τον ηγούμενο δεν σε έβγαλε χαμένο. Δεν διδάχθηκες τίποτε από μένα περί σεμνότητας και ταπεινότητας;».
Ήρθε και η ώρα του τραπεζίτη. «Μπαμπά, απελθέτω μου το ποτήριον τούτο», ψιθύρισε ο Ιησούς στ’ αυτί του Θεού που μέχρι εκείνη την ώρα παρακολουθούσε μάλλον αδιάφορα την όλη διαδικασία. Αλλά μπήκε στο νόημα αμέσως. Αυτό με τους τελώνες που θα κληρονομούσαν τη βασιλεία των ουρανών, όσο να κάνει, είχε αφήσει ένα τραύμα στον Ιησού κατά την πρώτη παρουσία του. Ο Θεός πήρε το πιο σοβαρό του ύφος και ρώτησε τον τραπεζίτη: «Ξέρεις γιατί είσαι εδώ;». «Υποψιάζομαι… Για την κρίση, μήπως; Αλλά για ποιαν απ’ όλες; Του 1929, του 1973, του 2000; Ή μήπως να πάμε πιο πίσω, στον 19ο αιώνα; Ω, ας τελειώνουμε μ’ αυτό το παραμύθι. Δεν δικαιούται να μας κατηγορεί κανείς. Ούτε εσείς, ούτε οι θνητοί. Ως προς τους θνητούς έχω να πω ότι μας χρεώνουν τις παρενθέσεις των κρίσεων, αλλά ξεχνούν ότι μας οφείλουν τα χρόνια της ευημερίας τους. Και ως προς εσάς, θα πω απλώς ότι εμείς δώσαμε υλική υπόσταση στην πίστη σας. Η πίστη δεν είναι μια κατάθεση στην τράπεζα του παραδείσου; Εμείς, λοιπόν, κατεβάσαμε τον παράδεισο στη γη». «Ναι, αλλά με τόκο, και μάλιστα ληστρικό», τον έκοψε αυστηρά ο Θεός. «Κι αν δεν κάνω λάθος, οι δικές μου εντολές ήταν σαφείς: “ αγαπάτε τους εχθρούς υμών και αγαθοποιείτε και δανείζετε μηδέν απελπίζοντες, και έσται ο μισθός υμών πολύς”. Αυτό υποθέτω ότι δεν μιλάει για τόκο». «Αλλά δεν μιλάει και για φιλανθρωπία», αντέτεινε ο τραπεζίτης. «Άλλο δουλειά κι άλλο φιλανθρωπία. Ξέρεις πόσους έχουμε βοηθήσει εμείς αφιλοκερδώς; Πάμε και στη δουλειά, τώρα. Εσύ παραχώρησες στους πρωτόπλαστους τον παράδεισο, τους τον έδωσες για απόλυτη χρήση και τους επέβαλες ένα και μόνο όρο – τον γνωστό, να μην τα ξαναλέμε. Τον παραβήκανε και τι έκανες; Τους έδιωξες. Εγώ γιατί να μην πάρω το ενυπόθηκο ακίνητό μου όταν δεν μου πληρώνουν τις δόσεις του στεγαστικού δανείου; Είσαι ο πρώτος διδάξας και ο παράδεισος το πρώτο ενυπόθηκο ακίνητο». Ο Θεός κράτησε την ψυχραιμία του μπροστά στην αυθάδεια του τραπεζίτη, αν και η διάθεσή του ήταν να πατήσει το κουμπί και να τον στείλει κατευθείαν στο υπόγειο – στο σκοτεινό βασίλειο του Εωσφόρου.
«Τι θα κάνουμε μ’ αυτούς, πατέρα;», ρώτησε ο Ιησούς. «Να κάνουμε μια εξεταστική; Μια προανακριτική, ίσως; Ο Μιχαήλ αδημονεί, ακονίζει τη ρομφαία του». «Έχω πιο απλές λύσεις», είπε ο Θεός. «Τον ηγούμενο θα τον στείλουμε για real estate στον Άρη. Τον υπουργό θα τον στείλουμε στην Κόλαση να οργανώσει επανάσταση κατά του Εωσφόρου». «Και τον τραπεζίτη;», ρώτησε με εμφανή αγωνία και προκατάληψη ο Ιησούς. «Γι’ αυτόν έχω το καλύτερο», είπε ο Θεός με μια σπίθα άγριας χαράς στο βλέμμα». Θα τον στείλουμε στο διπλανό μαγαζί, στου Μωάμεθ. Ξέρεις τι εκτίμηση είχε στους τοκογλύφους. Έχω ένα ωραίο απόσπασμα εδώ απ’ το Κοράνι: “όσοι εμμένουν στην τοκογλυφία κερδίζουν την Κόλαση, όπου θα μείνουν για πάντα”. Δεν είναι νόστιμο;», είπε, διασκεδάζοντας φανερά ο Θεός, κι ύστερα φώναξε στα εξαπτέρυγα: «Να περάσουν οι επόμενοι».
Πέμπτη 5 Φεβρουαρίου 2009
Σάββατο 31 Ιανουαρίου 2009
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)